Do we get what we pay for?

Do we get what we pay for?

Η γενικότερη τάση πως το design και η ατμόσφαιρα στα bar-restaurants is all what matters, μάλλον θα πρέπει να καταρριφθεί. Πρωταρχικό ρόλο παίζουν το φαγητό, τα ποτά, η καθαρότητα, η ποικιλία και η τεχνική κατάρτιση και φυσικά κατά πόσο είναι value for money στον πελάτη. 

Με την οικονομική κρίση να χτυπάει σχεδόν κάθε τομέα, φέτος βλέπουμε για πρώτη φορά τον Έλληνα καταναλωτή να επιλέγει πολύ προσεχτικά την διασκέδασή του.

Αν και η Αθήνα έχει μπει για τα καλά στην χειμερινή περίοδο, ο κόσμος φαίνεται να εμμένει στην προτίμησή του για απλούς προορισμούς, όπως το Θησείο, το Γκάζι και η Πανόρμου, όπου η μουσική κυμαίνεται σε σχετικά χαλαρά επίπεδα, το φαγητό είναι σχετικά φθηνό με μία essence modernité και το ποτό δεν ακολουθεί την τρελή πορεία του πληθωρισμού.

Η λύση συνδυασμού ποτού και φαγητού σε μία έξοδο είναι πλέον αρκετά διαδεδομένη εφόσον καταφέρνει οικονομικά να συνδυάσει δύο εξόδους σε μία. Ήδη πολλά από τα μεγαλύτερα venues δεν άνοιξαν φέτος, ενώ άλλα που μεταφέρθηκαν στην παραλιακή άλλαξαν προσέγγιση κατευθυνόμενοι από την τάση για all-day στέκια που επιμένουν στο dine&dance.

Εξάλλου δεν είναι τυχαίο πως και ο συναυλιακός χώρος δέχεται ανάλογη πίεση, αφού τα εισιτήρια που κόβει δεν είναι τα αναμενόμενα με αρκετές ακυρώσεις συναυλιών που αποδεικνύουν ότι ο κόσμος δεν είναι πρόθυμος να πληρώσει. Να υποθέσουμε λοιπόν πως η massive διασκέδαση οδηγείται σε κορεσμό και ο κόσμος επιθυμεί το locality που έχει και περισσότερα πλεονεκτήματα?

Τα bar-restaurants έχουν να αντιμετωπίσουν και νέες προκλήσεις, αφού ολοένα και περισσότεροι πελάτες έχουν αποκτήσει μια σεβαστή γνώμη για το πώς επιθυμούν το φαγητό ή ποτό τους και πόσο κοστολογούν την υπηρεσία που τους προσφέρθηκε.

Αν και μέχρι τώρα οι παραγγελίες στις μπάρες περιορίζονταν σε ουδέτερες προτιμήσεις straight ποτών ή άχρωμων cocktails και αδιάφορα snacks που τα συνοδεύουν, ωστόσο πλέον επικρατεί μία πιο δυνατή άποψη για την παρασκευή του ποτού, όπως τι gin θα χρησιμοποιηθεί στο martini, ακόμα και για τα παρελκόμενα είδη που προσφέρονται στο κατάστημα.

Σε δίλημμα μπαίνουν και αρκετοί bartenders που βλέπουν την κάβα τους να διευρύνεται σε πιο εξεζητημένα ποτά για να καλύψουν τις απαιτήσεις σε νέα cocktails.

Για τις μικρότερες, βέβαια, ηλικίες, η μπύρα συνεχίζει να παραμένει βασική προτίμηση κυρίως λόγω κόστους, όμως για τις πιο ώριμες ηλικίες, η ζήτηση είναι συνήθως brand driven. Επιπλέον, οι σνομπισμοί και τα sittings στα bar-restaurants που υποχρεώνουν τον πελάτη να εγκαταλείψει το τραπέζι σε συγκεκριμένη ώρα, μάλλον δε θα εξυπηρετήσει στο μέλλον την επιχείρηση, αποκόπτοντας αρκετά από τα κέρδη της.

Εντύπωση μας έκανε και σχετική κριτική που ασκήθηκε στο internet για γνωστό bar-restaurant των Αθηνών από τουρίστα που επισκέφθηκε μόλις πέρυσι την χώρα μας. «Το μπαρ/εστιατόριο που επισκέφθηκα με την παρέα μου βρίσκεται κοντά στο κέντρο της πόλης και βασίζεται στη φυσική ομορφιά του εξωτερικού του χώρου, όπου βρίσκεται το lounge.

Ο σχεδιασμός του είναι "αποδοτικός από πλευράς κόστους" με χαμηλή ποιότητα επίπλων και από ότι μαθαίνω με ελάχιστες τροποποιήσεις στη διάρκεια των τελευταίων ετών. Τα ποτά ακολουθούν την γενική τάση που ισχύει στα ελληνικά venues, δηλαδή πολυχρησιμοποιημένα ποτήρια, φορτωμένα ποτά με πάγο, και λίγο, για τα ελληνικά πρότυπα, μέρος των αλκοόλ, αμφιβόλου προέλευσης.

Πληρώνεις κατά μέσο όρο €10 για τα οινοπνευματώδη και τα €15 για κοκτέιλ – τα οποία συνήθως σερβίρει ένας barman που δε φαίνεται να κατέχει καμία τεχνική κατάρτιση δουλειά του.

Τα snacks που προσφέρονται σε γενικά πλαίσια είναι νόστιμα, αλλά απαράδεκτα υπερτιμημένα και σίγουρα δε θα θέλατε να ρίξετε μια ματιά στην κουζίνα του μαγαζιού.

Επειδή κάτι είναι νόστιμο, δεν σημαίνει ότι μπορούμε να παραβλέψουμε τους κανονισμούς υγιεινής και ασφάλειας. Οι σερβιτόροι είναι ‘underdressed’ για το επίπεδο που επιθυμεί ο χώρος να προωθήσει, και με πολύ αγενή προσωπικό. Σε γενικές γραμμές η υπηρεσία δεν είναι η προσδοκόμενη των όσων ακούσαμε και πληρώσαμε».

Είναι λυπηρό να διαβάζουμε τόσο άσχημες κριτικές για το επίπεδο της διασκέδασης και μαζικής εστίασης στη χώρα μας, ειδικά όταν γνωρίζουμε πως δεν είναι λίγες οι προσπάθειες που έχουν γίνει στο night life.

Στη λίστα των 100 καλύτερων bars στον κόσμο που δημοσιεύεται κάθε χρόνο δεν βρήκαμε ούτε ένα που να αντιπροσωπεύει την χώρα μας βάσει των reviews που στέλνουν οι αναγνώστες του site, ενώ από τις παρατηρήσεις τους σίγουρα κοινός παρονομαστής ήταν η ποιότητα στη μπάρα.